- οκτέτο
- sekizli, sekiz kisiden oluşan
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
οκτέτο — το μουσ. 1. σύνθεση για οκτώ φωνές ή για οκτώ όργανα 2. οκταμελές συγκρότημα τραγουδιστών ή μουσικών που εκτελούν τις παραπάνω συνθέσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ottetto < ιταλ. otto «οκτώ»] … Dictionary of Greek
σκέρτσο — (Μουσ.). Όρος, που στην αρχή σήμαινε κάποια ζωηρότητα στην εκτέλεση («scherzando») και κατόπιν (ήδη από το 17o αι.) ένα είδος σύνθεσης, ακόμα και φωνητικής, που απαιτεί δεξιοτεχνία, σχεδόν ανάλογη με το καπρίτσιο. Στη μουσική δωματίου (κυρίως στη … Dictionary of Greek
Μέντελσον-Μπαρτόλντι, Γιάκομπ Λούντβιχ Φέλιξ — (Jakob Ludwig Felix Mendelssohn Bartholdy, Αμβούργο 1809 – Λειψία 1847). Γερμανός συνθέτης. Ήταν εγγονός του φιλόσοφού Μόζες Μ. (βλ. λ.), αν και η οικογένειά του είχε ασπαστεί τον χριστιανισμό. Έμαθε να παίζει πιάνο με τη μητέρα του τελειοποίησε… … Dictionary of Greek